Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀρνίθαρχος
ὀρνίθειος
ὀρνιθευτής
ὀρνιθευτικός
ὀρνιθεύω
ὀρνιθικός
ὀρνίθιον
ὀρνιθόγονος
ὀρνιθοθήρας
ὀρνιθολόχος
ὀρνιθομανέω
ὀρνιθομανής
ὀρνιθοπέδη
ὀρνιθοσκόπος
ὀρνιθοτροφία
ὀρνιθοτρόφος
ὄρνιος
ὄρνις
ὄρνυμι
ὀρόγυια
ὀροδαμνίς
View word page
ὀρνιθομανέω
ὀρνιθομανέω ὀρνῑθομᾰνέω, to be bird-mad, Ar. from ὀρνῑθομᾰνής
ShortDef
to be bird-mad
Debugging
Headword:
ὀρνιθομανέω
Headword (normalized):
ὀρνιθομανέω
Headword (normalized/stripped):
ορνιθομανεω
IDX:
23628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23652
Key:
o)rniqomane/w
Data
{'content': 'ὀρνιθομανέω\n ὀρνῑθομᾰνέω,\n to be bird-mad, Ar.\n from ὀρνῑθομᾰνής', 'key': 'o)rniqomane/w'}