Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὄρνεον
ὀρνεόφοιτος
ὀρνίθαρχος
ὀρνίθειος
ὀρνιθευτής
ὀρνιθευτικός
ὀρνιθεύω
ὀρνιθικός
ὀρνίθιον
ὀρνιθόγονος
ὀρνιθοθήρας
ὀρνιθολόχος
ὀρνιθομανέω
ὀρνιθομανής
ὀρνιθοπέδη
ὀρνιθοσκόπος
ὀρνιθοτροφία
ὀρνιθοτρόφος
ὄρνιος
ὄρνις
ὄρνυμι
View word page
ὀρνιθοθήρας
ὀρνιθοθήρας ὀρνῑθο-θήρας, ου, ὁ, θηράω a bird-catcher, fowler, Ar.

ShortDef

bird-catcher, fowler

Debugging

Headword:
ὀρνιθοθήρας
Headword (normalized):
ὀρνιθοθήρας
Headword (normalized/stripped):
ορνιθοθηρας
IDX:
23626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23650
Key:
o)rniqoqh/rhs

Data

{'content': 'ὀρνιθοθήρας\n ὀρνῑθο-θήρας, ου, ὁ,\n θηράω\n a bird-catcher, fowler, Ar.', 'key': 'o)rniqoqh/rhs'}