Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀρναπέτιον
ὄρνεον
ὀρνεόφοιτος
ὀρνίθαρχος
ὀρνίθειος
ὀρνιθευτής
ὀρνιθευτικός
ὀρνιθεύω
ὀρνιθικός
ὀρνίθιον
ὀρνιθόγονος
ὀρνιθοθήρας
ὀρνιθολόχος
ὀρνιθομανέω
ὀρνιθομανής
ὀρνιθοπέδη
ὀρνιθοσκόπος
ὀρνιθοτροφία
ὀρνιθοτρόφος
ὄρνιος
ὄρνις
View word page
ὀρνιθόγονος
ὀρνιθόγονος ὀρνῑθό-γονος, ον, γίγνομαι sprung from a bird, Eur.

ShortDef

sprung from a bird

Debugging

Headword:
ὀρνιθόγονος
Headword (normalized):
ὀρνιθόγονος
Headword (normalized/stripped):
ορνιθογονος
IDX:
23625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23649
Key:
o)rniqo/gonos

Data

{'content': 'ὀρνιθόγονος\n ὀρνῑθό-γονος, ον,\n γίγνομαι\n sprung from a bird, Eur.', 'key': 'o)rniqo/gonos'}