Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὅρμος
ὀρναπέτιον
ὄρνεον
ὀρνεόφοιτος
ὀρνίθαρχος
ὀρνίθειος
ὀρνιθευτής
ὀρνιθευτικός
ὀρνιθεύω
ὀρνιθικός
ὀρνίθιον
ὀρνιθόγονος
ὀρνιθοθήρας
ὀρνιθολόχος
ὀρνιθομανέω
ὀρνιθομανής
ὀρνιθοπέδη
ὀρνιθοσκόπος
ὀρνιθοτροφία
ὀρνιθοτρόφος
ὄρνιος
View word page
ὀρνίθιον
ὀρνίθιον ὀρν_ίθιον, ου, τό, Dim. of ὄρνις a small bird, Hdt.

ShortDef

a small bird

Debugging

Headword:
ὀρνίθιον
Headword (normalized):
ὀρνίθιον
Headword (normalized/stripped):
ορνιθιον
IDX:
23624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23648
Key:
o)rni/qion

Data

{'content': 'ὀρνίθιον\n ὀρν_ίθιον, ου, τό,\n Dim. of ὄρνις\n a small bird, Hdt.', 'key': 'o)rni/qion'}