Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁρμοδοτήρ
ὅρμος
ὀρναπέτιον
ὄρνεον
ὀρνεόφοιτος
ὀρνίθαρχος
ὀρνίθειος
ὀρνιθευτής
ὀρνιθευτικός
ὀρνιθεύω
ὀρνιθικός
ὀρνίθιον
ὀρνιθόγονος
ὀρνιθοθήρας
ὀρνιθολόχος
ὀρνιθομανέω
ὀρνιθομανής
ὀρνιθοπέδη
ὀρνιθοσκόπος
ὀρνιθοτροφία
ὀρνιθοτρόφος
View word page
ὀρνιθικός
ὀρνιθικός ὀρνῑθικός, ή, όν of or for birds, Luc.
ShortDef
of or for birds
Debugging
Headword:
ὀρνιθικός
Headword (normalized):
ὀρνιθικός
Headword (normalized/stripped):
ορνιθικος
IDX:
23623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23647
Key:
o)rniqiko/s
Data
{'content': 'ὀρνιθικός\n ὀρνῑθικός, ή, όν\n of or for birds, Luc.', 'key': 'o)rniqiko/s'}