Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁρμίζω
ὁρμιηβόλος
ὁρμοδοτήρ
ὅρμος
ὀρναπέτιον
ὄρνεον
ὀρνεόφοιτος
ὀρνίθαρχος
ὀρνίθειος
ὀρνιθευτής
ὀρνιθευτικός
ὀρνιθεύω
ὀρνιθικός
ὀρνίθιον
ὀρνιθόγονος
ὀρνιθοθήρας
ὀρνιθολόχος
ὀρνιθομανέω
ὀρνιθομανής
ὀρνιθοπέδη
ὀρνιθοσκόπος
View word page
ὀρνιθευτικός
ὀρνιθευτικός ὀρνῑθευτικός, ή, όν from ὀρνῑθεύω of or for bird-catching: —ἡ -κή (sc. τέχνη) , the art of bird-catching, fowling, Plat.
ShortDef
of or for bird-catching
Debugging
Headword:
ὀρνιθευτικός
Headword (normalized):
ὀρνιθευτικός
Headword (normalized/stripped):
ορνιθευτικος
IDX:
23621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23645
Key:
o)rniqeutiko/s
Data
{'content': 'ὀρνιθευτικός\n ὀρνῑθευτικός, ή, όν\n from ὀρνῑθεύω\n of or for bird-catching: —ἡ -κή (sc. τέχνη) , the art of bird-catching, fowling, Plat.', 'key': 'o)rniqeutiko/s'}