Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁρμιά
ὁρμίζω
ὁρμιηβόλος
ὁρμοδοτήρ
ὅρμος
ὀρναπέτιον
ὄρνεον
ὀρνεόφοιτος
ὀρνίθαρχος
ὀρνίθειος
ὀρνιθευτής
ὀρνιθευτικός
ὀρνιθεύω
ὀρνιθικός
ὀρνίθιον
ὀρνιθόγονος
ὀρνιθοθήρας
ὀρνιθολόχος
ὀρνιθομανέω
ὀρνιθομανής
ὀρνιθοπέδη
View word page
ὀρνιθευτής
ὀρνιθευτής ὀρνῑθευτής, οῦ, ὁ, from ὀρνῑθεύω a fowler, bird-catcher, Ar., Plat.
ShortDef
a fowler, bird-catcher
Debugging
Headword:
ὀρνιθευτής
Headword (normalized):
ὀρνιθευτής
Headword (normalized/stripped):
ορνιθευτης
IDX:
23620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23644
Key:
o)rniqeuth/s
Data
{'content': 'ὀρνιθευτής\n ὀρνῑθευτής, οῦ, ὁ,\n from ὀρνῑθεύω\n a fowler, bird-catcher, Ar., Plat.', 'key': 'o)rniqeuth/s'}