Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁρμητήριον
ὁρμιά
ὁρμίζω
ὁρμιηβόλος
ὁρμοδοτήρ
ὅρμος
ὀρναπέτιον
ὄρνεον
ὀρνεόφοιτος
ὀρνίθαρχος
ὀρνίθειος
ὀρνιθευτής
ὀρνιθευτικός
ὀρνιθεύω
ὀρνιθικός
ὀρνίθιον
ὀρνιθόγονος
ὀρνιθοθήρας
ὀρνιθολόχος
ὀρνιθομανέω
ὀρνιθομανής
View word page
ὀρνίθειος
ὀρνίθειος ὀρνίθειος, α, ον of or belonging to a bird, ὀρνίθεια (sc. κρέα) fowlʼs flesh, chicken, Ar.
ShortDef
of or belonging to a bird
Debugging
Headword:
ὀρνίθειος
Headword (normalized):
ὀρνίθειος
Headword (normalized/stripped):
ορνιθειος
IDX:
23619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23643
Key:
o)rni/qeios
Data
{'content': 'ὀρνίθειος\n ὀρνίθειος, α, ον\n of or belonging to a bird, ὀρνίθεια (sc. κρέα) fowlʼs flesh, chicken, Ar.', 'key': 'o)rni/qeios'}