Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὅρμημα
ὁρμή
ὁρμητήριον
ὁρμιά
ὁρμίζω
ὁρμιηβόλος
ὁρμοδοτήρ
ὅρμος
ὀρναπέτιον
ὄρνεον
ὀρνεόφοιτος
ὀρνίθαρχος
ὀρνίθειος
ὀρνιθευτής
ὀρνιθευτικός
ὀρνιθεύω
ὀρνιθικός
ὀρνίθιον
ὀρνιθόγονος
ὀρνιθοθήρας
ὀρνιθολόχος
View word page
ὀρνεόφοιτος
ὀρνεόφοιτος ὀρνεό-φοιτος, ον, φοιτάω frequented by birds, Anth.

ShortDef

frequented by birds

Debugging

Headword:
ὀρνεόφοιτος
Headword (normalized):
ὀρνεόφοιτος
Headword (normalized/stripped):
ορνεοφοιτος
IDX:
23617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23641
Key:
o)rneo/foitos

Data

{'content': 'ὀρνεόφοιτος\n ὀρνεό-φοιτος, ον,\n φοιτάω\n frequented by birds, Anth.', 'key': 'o)rneo/foitos'}