Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁρμέω
ὅρμημα
ὁρμή
ὁρμητήριον
ὁρμιά
ὁρμίζω
ὁρμιηβόλος
ὁρμοδοτήρ
ὅρμος
ὀρναπέτιον
ὄρνεον
ὀρνεόφοιτος
ὀρνίθαρχος
ὀρνίθειος
ὀρνιθευτής
ὀρνιθευτικός
ὀρνιθεύω
ὀρνιθικός
ὀρνίθιον
ὀρνιθόγονος
ὀρνιθοθήρας
View word page
ὄρνεον
ὄρνεον ὄρνεον, ου, τό, = ὄρνις a bird, Il., Ar. τὰ ὄρνεα the bird-market, Ar.
ShortDef
a bird
Debugging
Headword:
ὄρνεον
Headword (normalized):
ὄρνεον
Headword (normalized/stripped):
ορνεον
IDX:
23616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23640
Key:
o)/rneon
Data
{'content': 'ὄρνεον\n ὄρνεον, ου, τό,\n = ὄρνις\n a bird, Il., Ar.\n τὰ ὄρνεα the bird-market, Ar.', 'key': 'o)/rneon'}