Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνάμνησις
ἀναμνηστός
ἀναμορμύρω
ἀναμοχλεύω
ἀναμπλάκητος
ἀναμυχθίζομαι
ἀναμφίβολος
ἀναμφίλογος
ἀναμφισβήτητος
ἀνανδρία
ἄνανδρος
ἀνάνδρωτος
ἀνανεάζω
ἀνανέμω
ἀνανέομαι
ἀνανεόομαι
ἀνανεύω
ἀνανέωσις
ἀνανήφω
ἀνανθής
ἀνανταγώνιστος
View word page
ἄνανδρος
ἄνανδρος ἀνήρ = ἄνευ ἀνδρός husbandless, Trag. = ἄνευ ἀνδρῶν, without men, Trag. wanting in manhood, unmanly, Hdt., Plat.; τὸ ἄνανδρον ἀνανδρία, Thuc.
ShortDef
husbandless
Debugging
Headword:
ἄνανδρος
Headword (normalized):
ἄνανδρος
Headword (normalized/stripped):
ανανδρος
IDX:
2363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2364
Key:
a)/nandros
Data
{'content': 'ἄνανδρος\n ἀνήρ\n = ἄνευ ἀνδρός husbandless, Trag.\n = ἄνευ ἀνδρῶν, without men, Trag.\n wanting in manhood, unmanly, Hdt., Plat.; τὸ ἄνανδρον ἀνανδρία, Thuc.', 'key': 'a)/nandros'}