Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁρμαίνω
ὁρμάω
ὁρμειά
ὁρμέω
ὅρμημα
ὁρμή
ὁρμητήριον
ὁρμιά
ὁρμίζω
ὁρμιηβόλος
ὁρμοδοτήρ
ὅρμος
ὀρναπέτιον
ὄρνεον
ὀρνεόφοιτος
ὀρνίθαρχος
ὀρνίθειος
ὀρνιθευτής
ὀρνιθευτικός
ὀρνιθεύω
ὀρνιθικός
View word page
ὁρμοδοτήρ
ὁρμοδοτήρ ὁρμο-δοτήρ, ῆρος, ὁ, harbour-giver, of a god, Anth.
ShortDef
harbour-giver
Debugging
Headword:
ὁρμοδοτήρ
Headword (normalized):
ὁρμοδοτήρ
Headword (normalized/stripped):
ορμοδοτηρ
IDX:
23613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23637
Key:
o(rmodoth/r
Data
{'content': 'ὁρμοδοτήρ\n ὁρμο-δοτήρ, ῆρος, ὁ,\n harbour-giver, of a god, Anth.', 'key': 'o(rmodoth/r'}