Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁρκωμοτέω
ὁρκωτής
ὁρμαθός
ὁρμαίνω
ὁρμάω
ὁρμειά
ὁρμέω
ὅρμημα
ὁρμή
ὁρμητήριον
ὁρμιά
ὁρμίζω
ὁρμιηβόλος
ὁρμοδοτήρ
ὅρμος
ὀρναπέτιον
ὄρνεον
ὀρνεόφοιτος
ὀρνίθαρχος
ὀρνίθειος
ὀρνιθευτής
View word page
ὁρμιά
ὁρμιά ὁρμιά, ἡ, ὅρμος a fishing-line of horsehair, Eur., Theocr. ι Eur., ῑ, Theocr.

ShortDef

a fishing-line of horsehair

Debugging

Headword:
ὁρμιά
Headword (normalized):
ὁρμιά
Headword (normalized/stripped):
ορμια
IDX:
23610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23634
Key:
o(rmia/

Data

{'content': 'ὁρμιά\n ὁρμιά, ἡ,\n ὅρμος\n a fishing-line of horsehair, Eur., Theocr.\n ι Eur., ῑ, Theocr.', 'key': 'o(rmia/'}