Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁρκοῦρος
ὁρκόω
ὅρκωμα
ὁρκωμοσία
ὁρκωμόσια
ὁρκωμοτέω
ὁρκωτής
ὁρμαθός
ὁρμαίνω
ὁρμάω
ὁρμειά
ὁρμέω
ὅρμημα
ὁρμή
ὁρμητήριον
ὁρμιά
ὁρμίζω
ὁρμιηβόλος
ὁρμοδοτήρ
ὅρμος
ὀρναπέτιον
View word page
ὁρμειά
ὁρμειά ὁρμειά, ἡ, = ὁρμιά, Theocr.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὁρμειά
Headword (normalized):
ὁρμειά
Headword (normalized/stripped):
ορμεια
IDX:
23605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23629
Key:
o(rmeia/
Data
{'content': 'ὁρμειά\n ὁρμειά, ἡ,\n = ὁρμιά, Theocr.', 'key': 'o(rmeia/'}