Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁρκάνη
ὁρκαπάτης
ὁρκίζω
ὅρκιον
ὅρκιος
ὁρκισμός
ὅρκος
ὁρκοῦρος
ὁρκόω
ὅρκωμα
ὁρκωμοσία
ὁρκωμόσια
ὁρκωμοτέω
ὁρκωτής
ὁρμαθός
ὁρμαίνω
ὁρμάω
ὁρμειά
ὁρμέω
ὅρμημα
ὁρμή
View word page
ὁρκωμοσία
ὁρκωμοσία ὁρκωμοσία, ἡ, a swearing, an oath, Epic

ShortDef

a swearing, an oath

Debugging

Headword:
ὁρκωμοσία
Headword (normalized):
ὁρκωμοσία
Headword (normalized/stripped):
ορκωμοσια
IDX:
23598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23622
Key:
o(rkwmosi/a

Data

{'content': 'ὁρκωμοσία\n ὁρκωμοσία, ἡ,\n a swearing, an oath, Epic', 'key': 'o(rkwmosi/a'}