Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀναμίξ
ἀναμισθαρνέω
ἀνάμνησις
ἀναμνηστός
ἀναμορμύρω
ἀναμοχλεύω
ἀναμπλάκητος
ἀναμυχθίζομαι
ἀναμφίβολος
ἀναμφίλογος
ἀναμφισβήτητος
ἀνανδρία
ἄνανδρος
ἀνάνδρωτος
ἀνανεάζω
ἀνανέμω
ἀνανέομαι
ἀνανεόομαι
ἀνανεύω
ἀνανέωσις
ἀνανήφω
View word page
ἀναμφισβήτητος
ἀναμφισβήτητος undisputed, indisputable, Thuc.; ἀν. χώρα a place about which there is no dispute, i. e. well-known, Xen.
ShortDef
undisputed, indisputable
Debugging
Headword:
ἀναμφισβήτητος
Headword (normalized):
ἀναμφισβήτητος
Headword (normalized/stripped):
αναμφισβητητος
IDX:
2361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2362
Key:
a)namfisbh/thtos
Data
{'content': 'ἀναμφισβήτητος\n undisputed, indisputable, Thuc.; ἀν. χώρα a place about which there is no dispute, i. e. well-known, Xen.', 'key': 'a)namfisbh/thtos'}