Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁρίζω
ὀρικός
ὀρίνω
ὅριον
ὅριος
ὅρισμα
ὁρισμός
ὁριστέος
ὁριστής
ὀρίτροφος
ὁρκάνη
ὁρκαπάτης
ὁρκίζω
ὅρκιον
ὅρκιος
ὁρκισμός
ὅρκος
ὁρκοῦρος
ὁρκόω
ὅρκωμα
ὁρκωμοσία
View word page
ὁρκάνη
ὁρκάνη ὁρκάνη, ἡ, = ἑρκάνη, ἕρκος from ἔργω, εἴργω an enclosure, fence, Aesch.: a net, trap, or pitfall, Eur.

ShortDef

an enclosure, fence

Debugging

Headword:
ὁρκάνη
Headword (normalized):
ὁρκάνη
Headword (normalized/stripped):
ορκανη
IDX:
23588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23612
Key:
o(rka/nh

Data

{'content': 'ὁρκάνη\n ὁρκάνη, ἡ,\n = ἑρκάνη, ἕρκος\n from ἔργω, εἴργω\n an enclosure, fence, Aesch.: a net, trap, or pitfall, Eur.', 'key': 'o(rka/nh'}