Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀρθρογόη
ὀρθρολάλος
ὄρθρος
ὀρθροφοιτοσυκοφαντοδικοταλαίπωροι
ὀρθώνυμος
Ὀρθωσία
ὀρθωτήρ
ὀρίγανον
ὀριγνάομαι
ὁρίζω
ὀρικός
ὀρίνω
ὅριον
ὅριος
ὅρισμα
ὁρισμός
ὁριστέος
ὁριστής
ὀρίτροφος
ὁρκάνη
ὁρκαπάτης
View word page
ὀρικός
ὀρικός ὀρεύς of or for a mule, ὀρ. ζεῦγος a pair of mules, Plat., etc.
ShortDef
of or for a mule
Debugging
Headword:
ὀρικός
Headword (normalized):
ὀρικός
Headword (normalized/stripped):
ορικος
IDX:
23579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23603
Key:
o)riko/s
Data
{'content': 'ὀρικός\n ὀρεύς\n of or for a mule, ὀρ. ζεῦγος a pair of mules, Plat., etc.', 'key': 'o)riko/s'}