Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀρθρινός
ὄρθριος
ὀρθροβόης
ὀρθρογόη
ὀρθρολάλος
ὄρθρος
ὀρθροφοιτοσυκοφαντοδικοταλαίπωροι
ὀρθώνυμος
Ὀρθωσία
ὀρθωτήρ
ὀρίγανον
ὀριγνάομαι
ὁρίζω
ὀρικός
ὀρίνω
ὅριον
ὅριος
ὅρισμα
ὁρισμός
ὁριστέος
ὁριστής
View word page
ὀρίγανον
ὀρίγανον ὀρί_γᾰνον, ου, τό, a bitter herb, marjoram, ὀρίγανον βλέπειν to look origanum, i. e. to look sour or crabbed, Ar.

ShortDef

marjoram

Debugging

Headword:
ὀρίγανον
Headword (normalized):
ὀρίγανον
Headword (normalized/stripped):
οριγανον
IDX:
23576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23600
Key:
o)ri/ganon

Data

{'content': 'ὀρίγανον\n ὀρί_γᾰνον, ου, τό,\n a bitter herb, marjoram, ὀρίγανον βλέπειν to look origanum, i. e. to look sour or crabbed, Ar.', 'key': 'o)ri/ganon'}