Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀρθρίδιος
ὀρθρίζω
ὀρθρινός
ὄρθριος
ὀρθροβόης
ὀρθρογόη
ὀρθρολάλος
ὄρθρος
ὀρθροφοιτοσυκοφαντοδικοταλαίπωροι
ὀρθώνυμος
Ὀρθωσία
ὀρθωτήρ
ὀρίγανον
ὀριγνάομαι
ὁρίζω
ὀρικός
ὀρίνω
ὅριον
ὅριος
ὅρισμα
ὁρισμός
View word page
Ὀρθωσία
Ὀρθωσία Ὀρθωσία, ἡ, = Ὀρθία, Hdt., Pind.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Ὀρθωσία
Headword (normalized):
ὀρθωσία
Headword (normalized/stripped):
ορθωσια
IDX:
23574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23598
Key:
*)orqwsi/a

Data

{'content': 'Ὀρθωσία\n Ὀρθωσία, ἡ,\n = Ὀρθία, Hdt., Pind.', 'key': '*)orqwsi/a'}