Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀρθρεύω
ὀρθρίδιος
ὀρθρίζω
ὀρθρινός
ὄρθριος
ὀρθροβόης
ὀρθρογόη
ὀρθρολάλος
ὄρθρος
ὀρθροφοιτοσυκοφαντοδικοταλαίπωροι
ὀρθώνυμος
Ὀρθωσία
ὀρθωτήρ
ὀρίγανον
ὀριγνάομαι
ὁρίζω
ὀρικός
ὀρίνω
ὅριον
ὅριος
ὅρισμα
View word page
ὀρθώνυμος
ὀρθώνυμος ὀρθ-ώνῠμος, ον, ὄνομα rightly named, Aesch.

ShortDef

rightly named

Debugging

Headword:
ὀρθώνυμος
Headword (normalized):
ὀρθώνυμος
Headword (normalized/stripped):
ορθωνυμος
IDX:
23573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23597
Key:
o)rqw/numos

Data

{'content': 'ὀρθώνυμος\n ὀρθ-ώνῠμος, ον,\n ὄνομα\n rightly named, Aesch.', 'key': 'o)rqw/numos'}