Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀρθότης
ὀρθοτομέω
ὀρθόω
ὀρθρεύω
ὀρθρίδιος
ὀρθρίζω
ὀρθρινός
ὄρθριος
ὀρθροβόης
ὀρθρογόη
ὀρθρολάλος
ὄρθρος
ὀρθροφοιτοσυκοφαντοδικοταλαίπωροι
ὀρθώνυμος
Ὀρθωσία
ὀρθωτήρ
ὀρίγανον
ὀριγνάομαι
ὁρίζω
ὀρικός
ὀρίνω
View word page
ὀρθρολάλος
ὀρθρολάλος ὀρθρο-λάλος (ᾰ), ον, early-twittering, Anth.
ShortDef
early-twittering
Debugging
Headword:
ὀρθρολάλος
Headword (normalized):
ὀρθρολάλος
Headword (normalized/stripped):
ορθρολαλος
IDX:
23570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23594
Key:
o)rqrola/los
Data
{'content': 'ὀρθρολάλος\n ὀρθρο-λάλος (ᾰ), ον,\n early-twittering, Anth.', 'key': 'o)rqrola/los'}