Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀρθόστατος
ὀρθότης
ὀρθοτομέω
ὀρθόω
ὀρθρεύω
ὀρθρίδιος
ὀρθρίζω
ὀρθρινός
ὄρθριος
ὀρθροβόης
ὀρθρογόη
ὀρθρολάλος
ὄρθρος
ὀρθροφοιτοσυκοφαντοδικοταλαίπωροι
ὀρθώνυμος
Ὀρθωσία
ὀρθωτήρ
ὀρίγανον
ὀριγνάομαι
ὁρίζω
ὀρικός
View word page
ὀρθρογόη
ὀρθρογόη γοάω the early-wailing, Hes.

ShortDef

the early-wailing

Debugging

Headword:
ὀρθρογόη
Headword (normalized):
ὀρθρογόη
Headword (normalized/stripped):
ορθρογοη
IDX:
23569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23593
Key:
o)rqrogo/h

Data

{'content': 'ὀρθρογόη\n γοάω\n the early-wailing, Hes.', 'key': 'o)rqrogo/h'}