Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀρθός
ὀρθοστάδην
ὀρθοστάτης
ὀρθόστατος
ὀρθότης
ὀρθοτομέω
ὀρθόω
ὀρθρεύω
ὀρθρίδιος
ὀρθρίζω
ὀρθρινός
ὄρθριος
ὀρθροβόης
ὀρθρογόη
ὀρθρολάλος
ὄρθρος
ὀρθροφοιτοσυκοφαντοδικοταλαίπωροι
ὀρθώνυμος
Ὀρθωσία
ὀρθωτήρ
ὀρίγανον
View word page
ὀρθρινός
ὀρθρινός ὀρθρῐνός, ή, όν ὄρθρος = ὄρθριος, Anth., Luc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρθρινός
Headword (normalized):
ὀρθρινός
Headword (normalized/stripped):
ορθρινος
IDX:
23566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23590
Key:
o)rqrino/s

Data

{'content': 'ὀρθρινός\n ὀρθρῐνός, ή, όν\n ὄρθρος\n = ὄρθριος, Anth., Luc.', 'key': 'o)rqrino/s'}