Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀρθόπους
ὀρθός
ὀρθοστάδην
ὀρθοστάτης
ὀρθόστατος
ὀρθότης
ὀρθοτομέω
ὀρθόω
ὀρθρεύω
ὀρθρίδιος
ὀρθρίζω
ὀρθρινός
ὄρθριος
ὀρθροβόης
ὀρθρογόη
ὀρθρολάλος
ὄρθρος
ὀρθροφοιτοσυκοφαντοδικοταλαίπωροι
ὀρθώνυμος
Ὀρθωσία
ὀρθωτήρ
View word page
ὀρθρίζω
ὀρθρίζω ὀρθρίζω, = ὀρθρεύω, NTest.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὀρθρίζω
Headword (normalized):
ὀρθρίζω
Headword (normalized/stripped):
ορθριζω
IDX:
23565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23589
Key:
o)rqri/zw
Data
{'content': 'ὀρθρίζω\n ὀρθρίζω,\n = ὀρθρεύω, NTest.', 'key': 'o)rqri/zw'}