Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀρθόπολις
ὀρθόπους
ὀρθός
ὀρθοστάδην
ὀρθοστάτης
ὀρθόστατος
ὀρθότης
ὀρθοτομέω
ὀρθόω
ὀρθρεύω
ὀρθρίδιος
ὀρθρίζω
ὀρθρινός
ὄρθριος
ὀρθροβόης
ὀρθρογόη
ὀρθρολάλος
ὄρθρος
ὀρθροφοιτοσυκοφαντοδικοταλαίπωροι
ὀρθώνυμος
Ὀρθωσία
View word page
ὀρθρίδιος
ὀρθρίδιος ὀρθρίδιος (ῐ), η, ον poetic for ὄρθριος, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρθρίδιος
Headword (normalized):
ὀρθρίδιος
Headword (normalized/stripped):
ορθριδιος
IDX:
23564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23588
Key:
o)rqri/dios

Data

{'content': 'ὀρθρίδιος\n ὀρθρίδιος (ῐ), η, ον\n poetic for ὄρθριος, Anth.', 'key': 'o)rqri/dios'}