Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀρθοποδέω
ὀρθόπολις
ὀρθόπους
ὀρθός
ὀρθοστάδην
ὀρθοστάτης
ὀρθόστατος
ὀρθότης
ὀρθοτομέω
ὀρθόω
ὀρθρεύω
ὀρθρίδιος
ὀρθρίζω
ὀρθρινός
ὄρθριος
ὀρθροβόης
ὀρθρογόη
ὀρθρολάλος
ὄρθρος
ὀρθροφοιτοσυκοφαντοδικοταλαίπωροι
ὀρθώνυμος
View word page
ὀρθρεύω
ὀρθρεύω ὄρθρος to rise early, to be awake early, Eur., Theocr.:—also in Mid., γόοισιν ὀρθρευομένα rising up early with groans, Eur.

ShortDef

to rise early, to be awake early

Debugging

Headword:
ὀρθρεύω
Headword (normalized):
ὀρθρεύω
Headword (normalized/stripped):
ορθρευω
IDX:
23563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23587
Key:
o)rqreu/w

Data

{'content': 'ὀρθρεύω\n ὄρθρος\n to rise early, to be awake early, Eur., Theocr.:—also in Mid., γόοισιν ὀρθρευομένα rising up early with groans, Eur.', 'key': 'o)rqreu/w'}