Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀρθόκρανος
ὀρθομαντεία
ὀρθόμαντις
ὀρθονόμος
ὀρθοποδέω
ὀρθόπολις
ὀρθόπους
ὀρθός
ὀρθοστάδην
ὀρθοστάτης
ὀρθόστατος
ὀρθότης
ὀρθοτομέω
ὀρθόω
ὀρθρεύω
ὀρθρίδιος
ὀρθρίζω
ὀρθρινός
ὄρθριος
ὀρθροβόης
ὀρθρογόη
View word page
ὀρθόστατος
ὀρθόστατος ὀρθό-στᾰτος, ον, στῆναι upstanding, upright, Eur.
ShortDef
upstanding, upright
Debugging
Headword:
ὀρθόστατος
Headword (normalized):
ὀρθόστατος
Headword (normalized/stripped):
ορθοστατος
IDX:
23559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23583
Key:
o)rqo/statos
Data
{'content': 'ὀρθόστατος\n ὀρθό-στᾰτος, ον,\n στῆναι\n upstanding, upright, Eur.', 'key': 'o)rqo/statos'}