Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀρθόκραιρος
ὀρθόκρανος
ὀρθομαντεία
ὀρθόμαντις
ὀρθονόμος
ὀρθοποδέω
ὀρθόπολις
ὀρθόπους
ὀρθός
ὀρθοστάδην
ὀρθοστάτης
ὀρθόστατος
ὀρθότης
ὀρθοτομέω
ὀρθόω
ὀρθρεύω
ὀρθρίδιος
ὀρθρίζω
ὀρθρινός
ὄρθριος
ὀρθροβόης
View word page
ὀρθοστάτης
ὀρθοστάτης ὀρθο-στάτης (ᾰ), ου, ὁ, στῆναι one who stands upright: an upright shaft, pillar, Eur. a sort of cake used in funeral oblations, Eur.
ShortDef
one who stands upright: an upright shaft, pillar
Debugging
Headword:
ὀρθοστάτης
Headword (normalized):
ὀρθοστάτης
Headword (normalized/stripped):
ορθοστατης
IDX:
23558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23582
Key:
o)rqosta/ths
Data
{'content': 'ὀρθοστάτης\n ὀρθο-στάτης (ᾰ), ου, ὁ,\n στῆναι\n one who stands upright: an upright shaft, pillar, Eur.\n a sort of cake used in funeral oblations, Eur.', 'key': 'o)rqosta/ths'}