Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνάμιγα
ἀναμείγνυμι
ἀναμιμνήσκω
ἀνάμιξις
ἀναμίξ
ἀναμισθαρνέω
ἀνάμνησις
ἀναμνηστός
ἀναμορμύρω
ἀναμοχλεύω
ἀναμπλάκητος
ἀναμυχθίζομαι
ἀναμφίβολος
ἀναμφίλογος
ἀναμφισβήτητος
ἀνανδρία
ἄνανδρος
ἀνάνδρωτος
ἀνανεάζω
ἀνανέμω
ἀνανέομαι
View word page
ἀναμπλάκητος
ἀναμπλάκητος unerring, unfailing, Soph. of a man, without error or crime, Aesch., Soph.

ShortDef

unerring, unfailing

Debugging

Headword:
ἀναμπλάκητος
Headword (normalized):
ἀναμπλάκητος
Headword (normalized/stripped):
αναμπλακητος
IDX:
2357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2358
Key:
a)nampla/khtos

Data

{'content': 'ἀναμπλάκητος\n unerring, unfailing, Soph.\n of a man, without error or crime, Aesch., Soph.', 'key': 'a)nampla/khtos'}