Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀρθοδρομέω
ὀρθοέπεια
ὀρθόθριξ
ὀρθόκραιρος
ὀρθόκρανος
ὀρθομαντεία
ὀρθόμαντις
ὀρθονόμος
ὀρθοποδέω
ὀρθόπολις
ὀρθόπους
ὀρθός
ὀρθοστάδην
ὀρθοστάτης
ὀρθόστατος
ὀρθότης
ὀρθοτομέω
ὀρθόω
ὀρθρεύω
ὀρθρίδιος
ὀρθρίζω
View word page
ὀρθόπους
ὀρθόπους ὀρθό-πους, with straight feet: of a hill, steep, Soph.

ShortDef

with straight feet

Debugging

Headword:
ὀρθόπους
Headword (normalized):
ὀρθόπους
Headword (normalized/stripped):
ορθοπους
IDX:
23555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23579
Key:
o)rqo/pous

Data

{'content': 'ὀρθόπους\n ὀρθό-πους,\n \n with straight feet: \n of a hill, steep, Soph.', 'key': 'o)rqo/pous'}