Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀρθοβατέω
ὀρθόβουλος
ὀρθοδαής
ὀρθοδίκας
ὀρθοδοξέω
ὀρθόδοξος
ὀρθοδρομέω
ὀρθοέπεια
ὀρθόθριξ
ὀρθόκραιρος
ὀρθόκρανος
ὀρθομαντεία
ὀρθόμαντις
ὀρθονόμος
ὀρθοποδέω
ὀρθόπολις
ὀρθόπους
ὀρθός
ὀρθοστάδην
ὀρθοστάτης
ὀρθόστατος
View word page
ὀρθόκρανος
ὀρθόκρανος ὀρθό-κρᾱνος, ον, having a high head, lofty, Soph.
ShortDef
having a high head, lofty
Debugging
Headword:
ὀρθόκρανος
Headword (normalized):
ὀρθόκρανος
Headword (normalized/stripped):
ορθοκρανος
IDX:
23549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23573
Key:
o)rqo/kranos
Data
{'content': 'ὀρθόκρανος\n ὀρθό-κρᾱνος, ον,\n having a high head, lofty, Soph.', 'key': 'o)rqo/kranos'}