Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀναμηρυκάομαι
ἀνάμιγα
ἀναμείγνυμι
ἀναμιμνήσκω
ἀνάμιξις
ἀναμίξ
ἀναμισθαρνέω
ἀνάμνησις
ἀναμνηστός
ἀναμορμύρω
ἀναμοχλεύω
ἀναμπλάκητος
ἀναμυχθίζομαι
ἀναμφίβολος
ἀναμφίλογος
ἀναμφισβήτητος
ἀνανδρία
ἄνανδρος
ἀνάνδρωτος
ἀνανεάζω
ἀνανέμω
View word page
ἀναμοχλεύω
ἀναμοχλεύω to raise by a lever, to force open, πύλας Eur.

ShortDef

to raise by a lever, to force open

Debugging

Headword:
ἀναμοχλεύω
Headword (normalized):
ἀναμοχλεύω
Headword (normalized/stripped):
αναμοχλευω
IDX:
2356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2357
Key:
a)namoxleu/w

Data

{'content': 'ἀναμοχλεύω\n to raise by a lever, to force open, πύλας Eur.', 'key': 'a)namoxleu/w'}