Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀρθεύω
ὀρθιάδε
ὀρθιάζω
Ὀρθία
ὀρθίασμα
ὄρθιος
ὀρθοβατέω
ὀρθόβουλος
ὀρθοδαής
ὀρθοδίκας
ὀρθοδοξέω
ὀρθόδοξος
ὀρθοδρομέω
ὀρθοέπεια
ὀρθόθριξ
ὀρθόκραιρος
ὀρθόκρανος
ὀρθομαντεία
ὀρθόμαντις
ὀρθονόμος
ὀρθοποδέω
View word page
ὀρθοδοξέω
ὀρθοδοξέω ὀρθοδοξέω, to have a right opinion, Arist. from ὀρθόδοξος
ShortDef
to have a right opinion
Debugging
Headword:
ὀρθοδοξέω
Headword (normalized):
ὀρθοδοξέω
Headword (normalized/stripped):
ορθοδοξεω
IDX:
23543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23567
Key:
o)rqodoce/w
Data
{'content': 'ὀρθοδοξέω\n ὀρθοδοξέω,\n to have a right opinion, Arist.\n from ὀρθόδοξος', 'key': 'o)rqodoce/w'}