Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁρέω
ὀρθεύω
ὀρθιάδε
ὀρθιάζω
Ὀρθία
ὀρθίασμα
ὄρθιος
ὀρθοβατέω
ὀρθόβουλος
ὀρθοδαής
ὀρθοδίκας
ὀρθοδοξέω
ὀρθόδοξος
ὀρθοδρομέω
ὀρθοέπεια
ὀρθόθριξ
ὀρθόκραιρος
ὀρθόκρανος
ὀρθομαντεία
ὀρθόμαντις
ὀρθονόμος
View word page
ὀρθοδίκας
ὀρθοδίκας ὀρθο-δίκας (ῐ), Doric for ὀρθοδίκης, ου, ὁ, δίκη judging righteously, Pind.

ShortDef

judging righteously

Debugging

Headword:
ὀρθοδίκας
Headword (normalized):
ὀρθοδίκας
Headword (normalized/stripped):
ορθοδικας
IDX:
23542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23566
Key:
o)rqodi/kas

Data

{'content': 'ὀρθοδίκας\n ὀρθο-δίκας (ῐ), Doric for ὀρθοδίκης, ου, ὁ,\n δίκη\n judging righteously, Pind.', 'key': 'o)rqodi/kas'}