Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀρεχθέω
ὀρεωκόμος
ὁρέω
ὀρθεύω
ὀρθιάδε
ὀρθιάζω
Ὀρθία
ὀρθίασμα
ὄρθιος
ὀρθοβατέω
ὀρθόβουλος
ὀρθοδαής
ὀρθοδίκας
ὀρθοδοξέω
ὀρθόδοξος
ὀρθοδρομέω
ὀρθοέπεια
ὀρθόθριξ
ὀρθόκραιρος
ὀρθόκρανος
ὀρθομαντεία
View word page
ὀρθόβουλος
ὀρθόβουλος ὀρθό-βουλος, ον, right-counselling, Pind., Aesch.

ShortDef

right-counselling

Debugging

Headword:
ὀρθόβουλος
Headword (normalized):
ὀρθόβουλος
Headword (normalized/stripped):
ορθοβουλος
IDX:
23540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23564
Key:
o)rqo/boulos

Data

{'content': 'ὀρθόβουλος\n ὀρθό-βουλος, ον,\n right-counselling, Pind., Aesch.', 'key': 'o)rqo/boulos'}