Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀρεύς
ὀρεχθέω
ὀρεωκόμος
ὁρέω
ὀρθεύω
ὀρθιάδε
ὀρθιάζω
Ὀρθία
ὀρθίασμα
ὄρθιος
ὀρθοβατέω
ὀρθόβουλος
ὀρθοδαής
ὀρθοδίκας
ὀρθοδοξέω
ὀρθόδοξος
ὀρθοδρομέω
ὀρθοέπεια
ὀρθόθριξ
ὀρθόκραιρος
ὀρθόκρανος
View word page
ὀρθοβατέω
ὀρθοβατέω ὀρθο-βᾰτέω, to go straight on or upright, Anth.
ShortDef
to go straight on
Debugging
Headword:
ὀρθοβατέω
Headword (normalized):
ὀρθοβατέω
Headword (normalized/stripped):
ορθοβατεω
IDX:
23539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23563
Key:
o)rqobate/w
Data
{'content': 'ὀρθοβατέω\n ὀρθο-βᾰτέω,\n to go straight on or upright, Anth.', 'key': 'o)rqobate/w'}