Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀναμέτρησις
ἀναμηρυκάομαι
ἀνάμιγα
ἀναμείγνυμι
ἀναμιμνήσκω
ἀνάμιξις
ἀναμίξ
ἀναμισθαρνέω
ἀνάμνησις
ἀναμνηστός
ἀναμορμύρω
ἀναμοχλεύω
ἀναμπλάκητος
ἀναμυχθίζομαι
ἀναμφίβολος
ἀναμφίλογος
ἀναμφισβήτητος
ἀνανδρία
ἄνανδρος
ἀνάνδρωτος
ἀνανεάζω
View word page
ἀναμορμύρω
ἀναμορμύρω to roar loudly, boil up, πᾶσʼ ἀναμορμύρεσκε (Ionic imperf.) of Charybdis, Od.
ShortDef
to roar loudly, boil up
Debugging
Headword:
ἀναμορμύρω
Headword (normalized):
ἀναμορμύρω
Headword (normalized/stripped):
αναμορμυρω
IDX:
2355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2356
Key:
a)namormu/rw
Data
{'content': 'ἀναμορμύρω\n to roar loudly, boil up, πᾶσʼ ἀναμορμύρεσκε (Ionic imperf.) of Charybdis, Od.', 'key': 'a)namormu/rw'}