Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀρέσσαυλος
ὀρεσσιβάτης
ὀρεσσίγονος
ὀρεσσινόμος
Ὀρέστεια
Ὀρέστειος
ὀρέστερος
ὀρεστιάς
ὀρεύς
ὀρεχθέω
ὀρεωκόμος
ὁρέω
ὀρθεύω
ὀρθιάδε
ὀρθιάζω
Ὀρθία
ὀρθίασμα
ὄρθιος
ὀρθοβατέω
ὀρθόβουλος
ὀρθοδαής
View word page
ὀρεωκόμος
ὀρεωκόμος ὀρεω-κόμος, ὁ, ὀρεύς, κομέω a muleteer, Plat., Xen.
ShortDef
a muleteer
Debugging
Headword:
ὀρεωκόμος
Headword (normalized):
ὀρεωκόμος
Headword (normalized/stripped):
ορεωκομος
IDX:
23531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23555
Key:
o)rewko/mos
Data
{'content': 'ὀρεωκόμος\n ὀρεω-κόμος, ὁ,\n ὀρεύς, κομέω\n a muleteer, Plat., Xen.', 'key': 'o)rewko/mos'}