Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀρεσίτροφος
ὀρέσκιος
ὀρεσκῷος
ὀρέσσαυλος
ὀρεσσιβάτης
ὀρεσσίγονος
ὀρεσσινόμος
Ὀρέστεια
Ὀρέστειος
ὀρέστερος
ὀρεστιάς
ὀρεύς
ὀρεχθέω
ὀρεωκόμος
ὁρέω
ὀρθεύω
ὀρθιάδε
ὀρθιάζω
Ὀρθία
ὀρθίασμα
ὄρθιος
View word page
ὀρεστιάς
ὀρεστιάς ὀρεστιάς, άδος, ὄρος of the mountains, Νύμφαι ὀρεστιάδες Ὀρεάδες, Il.
ShortDef
of the mountains
Debugging
Headword:
ὀρεστιάς
Headword (normalized):
ὀρεστιάς
Headword (normalized/stripped):
ορεστιας
IDX:
23528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23552
Key:
o)restia/s
Data
{'content': 'ὀρεστιάς\n ὀρεστιάς, άδος,\n ὄρος\n of the mountains, Νύμφαι ὀρεστιάδες Ὀρεάδες, Il.', 'key': 'o)restia/s'}