Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀρεκτός
ὄρεξις
ὀρεοπολέω
ὀρεοπόλος
ὀρεσίτροφος
ὀρέσκιος
ὀρεσκῷος
ὀρέσσαυλος
ὀρεσσιβάτης
ὀρεσσίγονος
ὀρεσσινόμος
Ὀρέστεια
Ὀρέστειος
ὀρέστερος
ὀρεστιάς
ὀρεύς
ὀρεχθέω
ὀρεωκόμος
ὁρέω
ὀρθεύω
ὀρθιάδε
View word page
ὀρεσσινόμος
ὀρεσσινόμος ὀρεσσῐ-νόμος, ον, = ὀρεινόμος, Hes.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρεσσινόμος
Headword (normalized):
ὀρεσσινόμος
Headword (normalized/stripped):
ορεσσινομος
IDX:
23524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23548
Key:
o)ressino/mos

Data

{'content': 'ὀρεσσινόμος\n ὀρεσσῐ-νόμος, ον,\n = ὀρεινόμος, Hes.', 'key': 'o)ressino/mos'}