Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀρεκτικός
ὀρεκτός
ὄρεξις
ὀρεοπολέω
ὀρεοπόλος
ὀρεσίτροφος
ὀρέσκιος
ὀρεσκῷος
ὀρέσσαυλος
ὀρεσσιβάτης
ὀρεσσίγονος
ὀρεσσινόμος
Ὀρέστεια
Ὀρέστειος
ὀρέστερος
ὀρεστιάς
ὀρεύς
ὀρεχθέω
ὀρεωκόμος
ὁρέω
ὀρθεύω
View word page
ὀρεσσίγονος
ὀρεσσίγονος ὀρεσσί-γονος, ον, mountain-born, Ar.

ShortDef

mountain-born

Debugging

Headword:
ὀρεσσίγονος
Headword (normalized):
ὀρεσσίγονος
Headword (normalized/stripped):
ορεσσιγονος
IDX:
23523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23547
Key:
o)ressi/gonos

Data

{'content': 'ὀρεσσίγονος\n ὀρεσσί-γονος, ον,\n mountain-born, Ar.', 'key': 'o)ressi/gonos'}