Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀρειοχαρής
ὀρείτης
ὀρείφοιτος
ὀρείχαλκος
ὀρειώτης
ὀρεκτικός
ὀρεκτός
ὄρεξις
ὀρεοπολέω
ὀρεοπόλος
ὀρεσίτροφος
ὀρέσκιος
ὀρεσκῷος
ὀρέσσαυλος
ὀρεσσιβάτης
ὀρεσσίγονος
ὀρεσσινόμος
Ὀρέστεια
Ὀρέστειος
ὀρέστερος
ὀρεστιάς
View word page
ὀρεσίτροφος
ὀρεσίτροφος , ον, τρέφω mountain-bred, Hom.

ShortDef

mountain-bred

Debugging

Headword:
ὀρεσίτροφος
Headword (normalized):
ὀρεσίτροφος
Headword (normalized/stripped):
ορεσιτροφος
IDX:
23518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23542
Key:
o)resitro/fos

Data

{'content': 'ὀρεσίτροφος\n , ον,\n τρέφω\n mountain-bred, Hom.', 'key': 'o)resitro/fos'}