Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὄρειος
ὀρειοχαρής
ὀρείτης
ὀρείφοιτος
ὀρείχαλκος
ὀρειώτης
ὀρεκτικός
ὀρεκτός
ὄρεξις
ὀρεοπολέω
ὀρεοπόλος
ὀρεσίτροφος
ὀρέσκιος
ὀρεσκῷος
ὀρέσσαυλος
ὀρεσσιβάτης
ὀρεσσίγονος
ὀρεσσινόμος
Ὀρέστεια
Ὀρέστειος
ὀρέστερος
View word page
ὀρεοπόλος
ὀρεοπόλος ὀρεο-πόλος, ον, πολέω haunting mountains.

ShortDef

haunting mountains

Debugging

Headword:
ὀρεοπόλος
Headword (normalized):
ὀρεοπόλος
Headword (normalized/stripped):
ορεοπολος
IDX:
23517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23541
Key:
o)reopo/los

Data

{'content': 'ὀρεοπόλος\n ὀρεο-πόλος, ον,\n πολέω\n haunting mountains.', 'key': 'o)reopo/los'}