Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀρεινόμος
ὀρεινός
ὀρειονόμος
ὄρειος
ὀρειοχαρής
ὀρείτης
ὀρείφοιτος
ὀρείχαλκος
ὀρειώτης
ὀρεκτικός
ὀρεκτός
ὄρεξις
ὀρεοπολέω
ὀρεοπόλος
ὀρεσίτροφος
ὀρέσκιος
ὀρεσκῷος
ὀρέσσαυλος
ὀρεσσιβάτης
ὀρεσσίγονος
ὀρεσσινόμος
View word page
ὀρεκτός
ὀρεκτός ὀρεκτός, ή, όν ὀρέγω stretched out, μελίαι ὀρ. pikes to be presented (not thrown), Il.

ShortDef

stretched out

Debugging

Headword:
ὀρεκτός
Headword (normalized):
ὀρεκτός
Headword (normalized/stripped):
ορεκτος
IDX:
23514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23538
Key:
o)rekto/s

Data

{'content': 'ὀρεκτός\n ὀρεκτός, ή, όν\n ὀρέγω\n stretched out, μελίαι ὀρ. pikes to be presented (not thrown), Il.', 'key': 'o)rekto/s'}