Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀρειδρομία
ὀρειδρόμος
ὀρεινόμος
ὀρεινός
ὀρειονόμος
ὄρειος
ὀρειοχαρής
ὀρείτης
ὀρείφοιτος
ὀρείχαλκος
ὀρειώτης
ὀρεκτικός
ὀρεκτός
ὄρεξις
ὀρεοπολέω
ὀρεοπόλος
ὀρεσίτροφος
ὀρέσκιος
ὀρεσκῷος
ὀρέσσαυλος
ὀρεσσιβάτης
View word page
ὀρειώτης
ὀρειώτης ὀρειώτης, ου, ὁ, ὄρος = ὀρείτης, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὀρειώτης
Headword (normalized):
ὀρειώτης
Headword (normalized/stripped):
ορειωτης
IDX:
23512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23536
Key:
o)reiw/ths
Data
{'content': 'ὀρειώτης\n ὀρειώτης, ου, ὁ,\n ὄρος\n = ὀρείτης, Anth.', 'key': 'o)reiw/ths'}