Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀρειβάτης
ὀρειδρομία
ὀρειδρόμος
ὀρεινόμος
ὀρεινός
ὀρειονόμος
ὄρειος
ὀρειοχαρής
ὀρείτης
ὀρείφοιτος
ὀρείχαλκος
ὀρειώτης
ὀρεκτικός
ὀρεκτός
ὄρεξις
ὀρεοπολέω
ὀρεοπόλος
ὀρεσίτροφος
ὀρέσκιος
ὀρεσκῷος
ὀρέσσαυλος
View word page
ὀρείχαλκος
ὀρείχαλκος ὀρεί-χαλκος, ὁ, Lat. orichalcum, mountain-copper, i. e. copper ore, or copper made from it, Hes., Plat.

ShortDef

copper ore

Debugging

Headword:
ὀρείχαλκος
Headword (normalized):
ὀρείχαλκος
Headword (normalized/stripped):
ορειχαλκος
IDX:
23511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23535
Key:
o)rei/xalkos

Data

{'content': 'ὀρείχαλκος\n ὀρεί-χαλκος, ὁ,\n Lat. orichalcum, mountain-copper, i. e. copper ore, or copper made from it, Hes., Plat.', 'key': 'o)rei/xalkos'}