Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀρειβατέω
ὀρειβάτης
ὀρειδρομία
ὀρειδρόμος
ὀρεινόμος
ὀρεινός
ὀρειονόμος
ὄρειος
ὀρειοχαρής
ὀρείτης
ὀρείφοιτος
ὀρείχαλκος
ὀρειώτης
ὀρεκτικός
ὀρεκτός
ὄρεξις
ὀρεοπολέω
ὀρεοπόλος
ὀρεσίτροφος
ὀρέσκιος
ὀρεσκῷος
View word page
ὀρείφοιτος
ὀρείφοιτος ὀρεί-φοιτος, ον, φοιτάω mountain-roaming, Babr.

ShortDef

mountain-roaming

Debugging

Headword:
ὀρείφοιτος
Headword (normalized):
ὀρείφοιτος
Headword (normalized/stripped):
ορειφοιτος
IDX:
23510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23534
Key:
o)rei/foitos

Data

{'content': 'ὀρείφοιτος\n ὀρεί-φοιτος, ον,\n φοιτάω\n mountain-roaming, Babr.', 'key': 'o)rei/foitos'}