Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀρειβασία
ὀρειβάσια
ὀρειβατέω
ὀρειβάτης
ὀρειδρομία
ὀρειδρόμος
ὀρεινόμος
ὀρεινός
ὀρειονόμος
ὄρειος
ὀρειοχαρής
ὀρείτης
ὀρείφοιτος
ὀρείχαλκος
ὀρειώτης
ὀρεκτικός
ὀρεκτός
ὄρεξις
ὀρεοπολέω
ὀρεοπόλος
ὀρεσίτροφος
View word page
ὀρειοχαρής
ὀρειοχαρής ὀρειο-χᾰρής, ές χαίρω delighting in the hills, Anth.
ShortDef
delighting in the hills
Debugging
Headword:
ὀρειοχαρής
Headword (normalized):
ὀρειοχαρής
Headword (normalized/stripped):
ορειοχαρης
IDX:
23508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23532
Key:
o)reioxarh/s
Data
{'content': 'ὀρειοχαρής\n ὀρειο-χᾰρής, ές\n χαίρω\n delighting in the hills, Anth.', 'key': 'o)reioxarh/s'}