Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀρειάρχης
ὀρειάς
ὀρειβασία
ὀρειβάσια
ὀρειβατέω
ὀρειβάτης
ὀρειδρομία
ὀρειδρόμος
ὀρεινόμος
ὀρεινός
ὀρειονόμος
ὄρειος
ὀρειοχαρής
ὀρείτης
ὀρείφοιτος
ὀρείχαλκος
ὀρειώτης
ὀρεκτικός
ὀρεκτός
ὄρεξις
ὀρεοπολέω
View word page
ὀρειονόμος
ὀρειονόμος ὀρειο-νόμος, ον, = ὀρεινόμος, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὀρειονόμος
Headword (normalized):
ὀρειονόμος
Headword (normalized/stripped):
ορειονομος
IDX:
23506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23530
Key:
o)reiono/mos
Data
{'content': 'ὀρειονόμος\n ὀρειο-νόμος, ον,\n = ὀρεινόμος, Anth.', 'key': 'o)reiono/mos'}